To παρακατω ποιημα το εχω αναρτησει και στο παρελθον
-οπως και το προηγουμενο-
αλλα ειχα κανει το λαθος να το χωρισω σε δυο μερη.
Εδω, το δημοσιευω οπως πρωτογραφτηκε.
Τον ειδα να μπαινει σε ενα παλιο κτηριο.
Σταθηκα απεναντι και περιμενα.
Οταν βγηκε,τον ακολουθησα. Μπηκα στο ιδιο λεωφορειο.
Κατα τη διαρκεια της διαδρομης, επιβεβαιωθηκα.
Οσο τον κοιτουσα,
οι εκφρασεις του, οι κινησεις του,
η ανησυχια του, ο εκνευρισμος του.
Δε μου εμοιαζε αλλα ηταν ιδιος με μενα.
Δε μου εμοιαζε αλλα ηταν εγω.
Αν μπορουσα να διαβασω τις σκεψεις του,
ημουν σιγουρος οτι ηταν σκεψεις που ειχα σκεφτει,
η προκειται να σκεφτω.
αν με ειχε προσεξει, θα ειχε αναστατωθει,
οπως εγω,
ισως το ενστικτο του να ταν πιο δυνατο,
γιατι ολοενα κ φαινοταν να εκνευριζοταν,
μα το λογο δε μπορουσε να αντιληφθει,
οπως εγω,
οχι σωσιας, οχι παιχνιδι του μυαλου,
οχι λουλουδια που ακουμπας σε ταφο συγγενη εχοντας τυψεις διοτι δε νιωθεις στεναχωρια,
κατι με καλει
κατι απροσδιοριστο
δεν εχει σχεση με το χρονο η με τη λογικη,
κατι με καλει,
κ εγω απλος παρατηρητης
μιας σιωπηλης κραυγης
που ανεβαινει σκαλοπατια
κ στο φως θελει να βγει,
τι ειδε εκει κατω, να φωναξει
κ στον κοσμο να το πει.
Κατεβηκε απ'το λεωφορειο.
Προχωρησε σε ενα Στενο.
Τον ακολουθησα, μα ειχε χαθει. Πρεπει να τον ξαναδω.
Το Χαος δεν εχει διακυμανσεις,
η Αληθεια δεν εχει εκφανσεις,
ενα λουλουδι χανει το αρωμα του αν το κοψεις,
πρεπει να μαθω,
να σηκωνομαι οταν πεφτω,
να υψωνομαι οταν απειλουμαι,
να ζητω αντι να εκλιπαρω,
να ψαχνω αντι να αρνουμαι.
Ποιος χαθηκε σε αυτο το στενο; Ηταν σωσιας;
ηταν παιχνιδι που εστησε το μυαλο;
ημουν κουρασμενος,
τοσες μερες αυπνος κ ταλαιπωρημενος,
καποιος νικησε τα ματια,
κυριευει πια το βλεμμα,
ισως βλεπω ο,τι βλεπει,
ισως βλεπω ο,τι θελει αυτος να βλεπω,
ηφαιστειο που εκδικειται για ολα αυτα τα χρονια
που οι ανθρωποι χτιζαν αφοβα χωρια στις παρυφες του
η συνεννοηση,
η κατανοηση,
μια ρηξικελευθη ιδεα που αν δε την αντιμετωπισεις,
αν δε τη δαμασεις,
θα σε καταβροχθισει.
Κ ολα αλλαζουν
ακομα κ αυτα που δε πρεπει να αλλαξουν ποτε,
προσευχες παντα θα ακουγονται,
μα οι λεξεις θα ιδρωνουν ολο κ λιγοτερο,
θελουν τροπο καποιες λεξεις,
αν δε τις προφερεις σωστα,
αν δε τις νιωθεις,
αυτο που κουβαλουν,χανεται
νομιζεις οτι το εχεις,
μα αυτο ειναι νεκρο,
ποιος ηταν εδω κ τωρα πια δεν ειναι;
ποιος κρυφτηκε για παντα
μες στις δειλες χαραδρες
μες στις δειλες κρυψωνες,
ριψασπις,
ακινδυνος,
χλωμος,
ποιο ειναι το ονομα εκεινου που τοσο μισω;
ποιος γλυστρησε στις φυλλωσιες του Ισως
κ απτοητος συνεχισε για παντα να ξεφευγει
-διχως τιποτα να τον καταδιωκει-
για παντα να ξεφευγει
-διχως να εχει καπου να παει-
περιπλανηθηκε,
φοβηθηκε
μα εξακολουθει να γυρναει,
σα τραγουδι που μολυνθηκε απ'τα ιδια του τα λογια
σα γκρεμος που ζαλιστηκε απ'το ιδιο του το υψος,
σα δαιμονας που νικηθηκε απ'το ιδιο του το Μισος
-μα αγαπη δε τον αφηνει η ιδια η λαβα του να γινει-
επιστροφη
επιστροφη
επιστροφη
οταν καθε σκεψη ειναι επιστροφη,
μοιραιο ειναι ολοενα να απομακρυνεσαι απο παντου
οταν ποθεις κατι πολυ, ασυναισθητα το διωχνεις
κ δε το πραγματοποιεις,
οταν επιστροφη ειναι η καθε σου σκεψη,
καθε σκεψη ειναι αδεια.
Και νεκρη.
Για αυτο σταματα να ερμηνευεις τα σημαδια.
Δεν ειναι αυτα που το δρομο θα σου δειξουν
κ αν ποθεις κατι,
μην το πεις σε κανεναν.
Γιατι αν το μαθουν,ποτε
δε θα σε αφησουν
Νιωθω οτι καποιος με παρακολουθει,
ποσο θα θελα σε αυτο το Στενο, να ειχα εξαφανιστει.
Μα τωρα,
κατι απειλητικο
βαζει φωτιες στα βηματα μου,
γενναει λυκους στη σκια μου,
κ αν τη μερα τους ακουω να ουρλιαζουν,
τη νυχτα
τους βλεπω να πλησιαζουν.
Και καθε στιγμη,νομιζω οτι ειναι η τελευταια
(Αργησα πολυ να φυγω)
Θεριευει η αυταπατη μου;
η κατι οντως δυσκολευει την ανασα μου;
(Αργησα πολυ να επιστρεψω)
Φοβαμαι αυτα που αισθανομαι
(Τωρα,δεν ειμαι πουθενα)
Τα αισθηματα μου,
οι σκεψεις μου,
με οδηγουν σε αυτο το Στενο
Ισως τον βρω εκει.
Αυτος μαλλον με παρακολουθει.
Μα αν αυτος ειμαι εγω,
γιατι τοσο με μισει;
(Ξανα σε αυτο το δωματιο,η φρικη -σα φλογα δυναμωνει-
καιγονται οι τοιχοι, τα πραγματα μου, το σωμα μου
καιγονται ολα κ οταν γινονται σταχτη,
ειμαι παλι εδω. Αθικτος. Και η φλογα δυναμωνει ξανα..)
Μεσα στη θλιψη αυτη,
καποτε ηταν υγρη κ τη ζωγραφιζα,
μα τα πινελα εχουν πια στεγνωσει,
τωρα αποκοσμη αυτη η θλιψη
με κανει αποκοσμο κ μενα,
οχι πια εξομολογησεις,
ενα τραγουδι ο αερας κουβαλαει
Θεε μου τα λογια του ποσο απαισια ειναι,
ενας γκρεμος κ το πουλι που δεν θελει να πεταει,
απειλειται η ζωη του
κ ομως πεφτει
πεφτει
πεφτει
κ ποτε του δε θα μπορεσει
να επιστρεψει,
στο σωμα που καποτε τον φιλοξενησε
εφυγε τωρα....προσπαθησε να μοιασει στα αστρα
μα εμοιασε στο χωμα,
προσπαθησε να γινει φως
μα εγινε καταπακτη,
τωρα στα σκαλοπατια που βαδιζει,
τιποτα τον δρομο του δεν οδηγει,
μοναχα ψευτικα σημαδια που τον παραπλανουν,
εφυγε,
μπορει κ να τον διωξανε,
ανθρωποι φρικτοι,
σκεψεις φρικτες
φλογες φρικτες που δωματια καινε
αναβιωνουνε παλιες στιγμες,
στιγμες που πρεπει να ξεχασει,
δεν ειναι οι δυσκολιες που σε γονατιζουν
αλλα τα λαθη που εκανες εσυ
-για αυτο ποτε δε θα ξεφυγω-
οχι εξιδανικευσεις
μα ουτε κ αναλαμπες
ο,τι βιβλιο κ αν ξεφυλλισω
δε θα ξαναβρω αστραπες.
Περιμενω κατι να λαμψει,
μα αυτο εκει πανω,
δεν ειναι ο ουρανος
αργοπεθαινω νεος
μα οχι απορημενος
αυτο που με εκδικηθηκε
ηταν ο ιδιος μου ο εαυτος.
-
Ξαπλωνω μες στο Στενο. Πλησιαζουν. Ουρλιαζουν.
Περιμενω.
Ειναι η λυσσα τους μεγαλη.
Και ειμαι τοσο κουρασμενος
-οπως και το προηγουμενο-
αλλα ειχα κανει το λαθος να το χωρισω σε δυο μερη.
Εδω, το δημοσιευω οπως πρωτογραφτηκε.
Τον ειδα να μπαινει σε ενα παλιο κτηριο.
Σταθηκα απεναντι και περιμενα.
Οταν βγηκε,τον ακολουθησα. Μπηκα στο ιδιο λεωφορειο.
Κατα τη διαρκεια της διαδρομης, επιβεβαιωθηκα.
Οσο τον κοιτουσα,
οι εκφρασεις του, οι κινησεις του,
η ανησυχια του, ο εκνευρισμος του.
Δε μου εμοιαζε αλλα ηταν ιδιος με μενα.
Δε μου εμοιαζε αλλα ηταν εγω.
Αν μπορουσα να διαβασω τις σκεψεις του,
ημουν σιγουρος οτι ηταν σκεψεις που ειχα σκεφτει,
η προκειται να σκεφτω.
αν με ειχε προσεξει, θα ειχε αναστατωθει,
οπως εγω,
ισως το ενστικτο του να ταν πιο δυνατο,
γιατι ολοενα κ φαινοταν να εκνευριζοταν,
μα το λογο δε μπορουσε να αντιληφθει,
οπως εγω,
οχι σωσιας, οχι παιχνιδι του μυαλου,
οχι λουλουδια που ακουμπας σε ταφο συγγενη εχοντας τυψεις διοτι δε νιωθεις στεναχωρια,
κατι με καλει
κατι απροσδιοριστο
δεν εχει σχεση με το χρονο η με τη λογικη,
κατι με καλει,
κ εγω απλος παρατηρητης
μιας σιωπηλης κραυγης
που ανεβαινει σκαλοπατια
κ στο φως θελει να βγει,
τι ειδε εκει κατω, να φωναξει
κ στον κοσμο να το πει.
Κατεβηκε απ'το λεωφορειο.
Προχωρησε σε ενα Στενο.
Τον ακολουθησα, μα ειχε χαθει. Πρεπει να τον ξαναδω.
Το Χαος δεν εχει διακυμανσεις,
η Αληθεια δεν εχει εκφανσεις,
ενα λουλουδι χανει το αρωμα του αν το κοψεις,
πρεπει να μαθω,
να σηκωνομαι οταν πεφτω,
να υψωνομαι οταν απειλουμαι,
να ζητω αντι να εκλιπαρω,
να ψαχνω αντι να αρνουμαι.
Ποιος χαθηκε σε αυτο το στενο; Ηταν σωσιας;
ηταν παιχνιδι που εστησε το μυαλο;
ημουν κουρασμενος,
τοσες μερες αυπνος κ ταλαιπωρημενος,
καποιος νικησε τα ματια,
κυριευει πια το βλεμμα,
ισως βλεπω ο,τι βλεπει,
ισως βλεπω ο,τι θελει αυτος να βλεπω,
ηφαιστειο που εκδικειται για ολα αυτα τα χρονια
που οι ανθρωποι χτιζαν αφοβα χωρια στις παρυφες του
η συνεννοηση,
η κατανοηση,
μια ρηξικελευθη ιδεα που αν δε την αντιμετωπισεις,
αν δε τη δαμασεις,
θα σε καταβροχθισει.
Κ ολα αλλαζουν
ακομα κ αυτα που δε πρεπει να αλλαξουν ποτε,
προσευχες παντα θα ακουγονται,
μα οι λεξεις θα ιδρωνουν ολο κ λιγοτερο,
θελουν τροπο καποιες λεξεις,
αν δε τις προφερεις σωστα,
αν δε τις νιωθεις,
αυτο που κουβαλουν,χανεται
νομιζεις οτι το εχεις,
μα αυτο ειναι νεκρο,
ποιος ηταν εδω κ τωρα πια δεν ειναι;
ποιος κρυφτηκε για παντα
μες στις δειλες χαραδρες
μες στις δειλες κρυψωνες,
ριψασπις,
ακινδυνος,
χλωμος,
ποιο ειναι το ονομα εκεινου που τοσο μισω;
ποιος γλυστρησε στις φυλλωσιες του Ισως
κ απτοητος συνεχισε για παντα να ξεφευγει
-διχως τιποτα να τον καταδιωκει-
για παντα να ξεφευγει
-διχως να εχει καπου να παει-
περιπλανηθηκε,
φοβηθηκε
μα εξακολουθει να γυρναει,
σα τραγουδι που μολυνθηκε απ'τα ιδια του τα λογια
σα γκρεμος που ζαλιστηκε απ'το ιδιο του το υψος,
σα δαιμονας που νικηθηκε απ'το ιδιο του το Μισος
-μα αγαπη δε τον αφηνει η ιδια η λαβα του να γινει-
επιστροφη
επιστροφη
επιστροφη
οταν καθε σκεψη ειναι επιστροφη,
μοιραιο ειναι ολοενα να απομακρυνεσαι απο παντου
οταν ποθεις κατι πολυ, ασυναισθητα το διωχνεις
κ δε το πραγματοποιεις,
οταν επιστροφη ειναι η καθε σου σκεψη,
καθε σκεψη ειναι αδεια.
Και νεκρη.
Για αυτο σταματα να ερμηνευεις τα σημαδια.
Δεν ειναι αυτα που το δρομο θα σου δειξουν
κ αν ποθεις κατι,
μην το πεις σε κανεναν.
Γιατι αν το μαθουν,ποτε
δε θα σε αφησουν
Νιωθω οτι καποιος με παρακολουθει,
ποσο θα θελα σε αυτο το Στενο, να ειχα εξαφανιστει.
Μα τωρα,
κατι απειλητικο
βαζει φωτιες στα βηματα μου,
γενναει λυκους στη σκια μου,
κ αν τη μερα τους ακουω να ουρλιαζουν,
τη νυχτα
τους βλεπω να πλησιαζουν.
Και καθε στιγμη,νομιζω οτι ειναι η τελευταια
(Αργησα πολυ να φυγω)
Θεριευει η αυταπατη μου;
η κατι οντως δυσκολευει την ανασα μου;
(Αργησα πολυ να επιστρεψω)
Φοβαμαι αυτα που αισθανομαι
(Τωρα,δεν ειμαι πουθενα)
Τα αισθηματα μου,
οι σκεψεις μου,
με οδηγουν σε αυτο το Στενο
Ισως τον βρω εκει.
Αυτος μαλλον με παρακολουθει.
Μα αν αυτος ειμαι εγω,
γιατι τοσο με μισει;
(Ξανα σε αυτο το δωματιο,η φρικη -σα φλογα δυναμωνει-
καιγονται οι τοιχοι, τα πραγματα μου, το σωμα μου
καιγονται ολα κ οταν γινονται σταχτη,
ειμαι παλι εδω. Αθικτος. Και η φλογα δυναμωνει ξανα..)
Μεσα στη θλιψη αυτη,
καποτε ηταν υγρη κ τη ζωγραφιζα,
μα τα πινελα εχουν πια στεγνωσει,
τωρα αποκοσμη αυτη η θλιψη
με κανει αποκοσμο κ μενα,
οχι πια εξομολογησεις,
ενα τραγουδι ο αερας κουβαλαει
Θεε μου τα λογια του ποσο απαισια ειναι,
ενας γκρεμος κ το πουλι που δεν θελει να πεταει,
απειλειται η ζωη του
κ ομως πεφτει
πεφτει
πεφτει
κ ποτε του δε θα μπορεσει
να επιστρεψει,
στο σωμα που καποτε τον φιλοξενησε
εφυγε τωρα....προσπαθησε να μοιασει στα αστρα
μα εμοιασε στο χωμα,
προσπαθησε να γινει φως
μα εγινε καταπακτη,
τωρα στα σκαλοπατια που βαδιζει,
τιποτα τον δρομο του δεν οδηγει,
μοναχα ψευτικα σημαδια που τον παραπλανουν,
εφυγε,
μπορει κ να τον διωξανε,
ανθρωποι φρικτοι,
σκεψεις φρικτες
φλογες φρικτες που δωματια καινε
αναβιωνουνε παλιες στιγμες,
στιγμες που πρεπει να ξεχασει,
δεν ειναι οι δυσκολιες που σε γονατιζουν
αλλα τα λαθη που εκανες εσυ
-για αυτο ποτε δε θα ξεφυγω-
οχι εξιδανικευσεις
μα ουτε κ αναλαμπες
ο,τι βιβλιο κ αν ξεφυλλισω
δε θα ξαναβρω αστραπες.
Περιμενω κατι να λαμψει,
μα αυτο εκει πανω,
δεν ειναι ο ουρανος
αργοπεθαινω νεος
μα οχι απορημενος
αυτο που με εκδικηθηκε
ηταν ο ιδιος μου ο εαυτος.
-
Ξαπλωνω μες στο Στενο. Πλησιαζουν. Ουρλιαζουν.
Περιμενω.
Ειναι η λυσσα τους μεγαλη.
Και ειμαι τοσο κουρασμενος